πισόκωλα

πισόκωλα
Ν
επίρρ. (δ. γρφ.) βλ. πισώκωλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θυαμάζομαι — 1. θαυμάζω, εκπλήττομαι, παραξενεύομαι, διερωτώμαι, απορώ 2. παροιμ. α) «θυαμάζεται τον κάβουρα που περπατάει πισόκωλα» λέγεται για τον τεμπέλη που σπαταλάει άσκοπα τον χρόνο του β) «όπου δεν είδε κάστρο, είδε φούρνο και θυαμάστηκε» λέγεται για… …   Dictionary of Greek

  • ισόκωλος — η, ο (Α ἰσόκωλος, ον) 1. αυτός που αποτελείται από ίσα κώλα, από ίσα μέλη περιόδου 2. το ουδ. ως ουσ. το ισόκωλο(ν) σχήμα λόγου κατά το οποίο τα κώλα μιας περιόδου αποτελούνται από ίσον αριθμό συλλαβών (α. «με γενικές απόλυτες και ισόκωλα, αντίς… …   Dictionary of Greek

  • πισώκωλα — και πισόκωλα Ν επίρρ. 1. με τα νώτα 2. από πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσω + κώλος + επιρρμ. κατάλ. α] …   Dictionary of Greek

  • ισόκωλος — η, ο 1. που αποτελείται από ίσα κώλα (δηλ. μέλη περιόδου). 2. το ουδ. ως ουσ., ισόκωλο σχήμα λόγου, όπου τα κώλα αποτελούνται από ίσο αριθμό συλλαβών: Με γενικές απόλυτες και με ισόκωλα, αντίς να πάμε εμπρός πάμε πισόκωλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”